- στεγάσιμος
- ος, ο[ν]1) нуждающийся в приюте, крове, жилище; 2) могущий стать закрытым (о помещении)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στεγάσιμος — η, ο / στεγάσιμος, ον, ΝΜΑ [στεγάζω] κατάλληλος για στέγαση («στεγάσιμοι χώροι») αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «κεκαλυμμένος, σκιερός» … Dictionary of Greek
στεγάσιμον — στεγάσιμος for roofing masc/fem acc sg στεγάσιμος for roofing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)